- δορίπληκτος
- δορίπληκτος, -ον (Α)χτυπημένος από δόρυ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δορίπληκτα — δορίπληκτος smitten by the spear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορίπληχθ' — δορίπληκτα , δορίπληκτος smitten by the spear neut nom/voc/acc pl δορίπληκτε , δορίπληκτος smitten by the spear masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά … Deutsch Wikipedia
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek